Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χόω
χραίνω
χραισμέω
χραίσμη
χραισμήεις
χραισμήϊον
χραισμήτωρ
χραντός
χράομαι
χραῦσις
χραύω
χράω
χράω2
χρεαγωγός
χρεάρπαξ
χρεία
χρειακός
χρεῖος2
χρειόω
χρειώδης
χρεμετίζω
View word page
χραύω
to scrape, graze, wound slightly
ShortDef
to scrape, graze, wound slightly
Debugging
Headword:
χραύω
Headword (normalized):
χραύω
Headword (normalized/stripped):
χραυω
IDX:
97000
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97001
Key:
Data
{'content': 'to scrape, graze, wound slightly'}