Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀβλεπτέω
ἀβλέπτημα
ἀβλέφαρος
ἀβλεψία
Ἄβληρος
ἀβλής
ἄβλητος
ἀβληχής
ἀβληχρής
ἀβληχρός
ἀβοηθησία
ἀβοήθητος
ἀβοηθί
ἀβοητί
ἀβόητος
ἀβολέω
ἀβολητύς
ἀβολήτωρ
ἀβόλλα
ἄβολος
ἀβόρβορος
View word page
ἀβοηθησία
helplessness
ShortDef
helplessness
Debugging
Headword:
ἀβοηθησία
Headword (normalized):
ἀβοηθησία
Headword (normalized/stripped):
αβοηθησια
IDX:
96
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-97
Key:
Data
{'content': 'helplessness'}