Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χοῦς
χοῦς2
χόω
χραίνω
χραισμέω
χραίσμη
χραισμήεις
χραισμήϊον
χραισμήτωρ
χραντός
χράομαι
χραῦσις
χραύω
χράω
χράω2
χρεαγωγός
χρεάρπαξ
χρεία
χρειακός
χρεῖος2
χρειόω
View word page
χράομαι
use, experience

ShortDef

use, experience

Debugging

Headword:
χράομαι
Headword (normalized):
χράομαι
Headword (normalized/stripped):
χραομαι
IDX:
96998
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96999
Key:

Data

{'content': 'use, experience'}