Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χορῳδία
χορωνός
χορωφελήτης
χοῦς
χοῦς2
χόω
χραίνω
χραισμέω
χραίσμη
χραισμήεις
χραισμήϊον
χραισμήτωρ
χραντός
χράομαι
χραῦσις
χραύω
χράω
χράω2
χρεαγωγός
χρεάρπαξ
χρεία
View word page
χραισμήϊον
means of help, remedy

ShortDef

means of help, remedy

Debugging

Headword:
χραισμήϊον
Headword (normalized):
χραισμήϊον
Headword (normalized/stripped):
χραισμηιον
IDX:
96995
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96996
Key:

Data

{'content': 'means of help, remedy'}