Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χορτοφαγέω
χορτοφάγος
χορτοφόρος
χορτοφύλαξ
χορτώδης
χορῳδέω
χορῳδία
χορωνός
χορωφελήτης
χοῦς
χοῦς2
χόω
χραίνω
χραισμέω
χραίσμη
χραισμήεις
χραισμήϊον
χραισμήτωρ
χραντός
χράομαι
χραῦσις
View word page
χοῦς2
earth, dust, dirt

ShortDef

measure of capacity
earth, dust, dirt

Debugging

Headword:
χοῦς2
Headword (normalized):
χοῦς
Headword (normalized/stripped):
χους2
IDX:
96989
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96990
Key:

Data

{'content': 'earth, dust, dirt'}