Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χορτοτόμος
χορτοφαγέω
χορτοφάγος
χορτοφόρος
χορτοφύλαξ
χορτώδης
χορῳδέω
χορῳδία
χορωνός
χορωφελήτης
χοῦς
χοῦς2
χόω
χραίνω
χραισμέω
χραίσμη
χραισμήεις
χραισμήϊον
χραισμήτωρ
χραντός
χράομαι
View word page
χοῦς
measure of capacity

ShortDef

measure of capacity
earth, dust, dirt

Debugging

Headword:
χοῦς
Headword (normalized):
χοῦς
Headword (normalized/stripped):
χους
IDX:
96988
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96989
Key:

Data

{'content': 'measure of capacity'}