Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χορτότηλις
χορτοτομία
χορτοτόμος
χορτοφαγέω
χορτοφάγος
χορτοφόρος
χορτοφύλαξ
χορτώδης
χορῳδέω
χορῳδία
χορωνός
χορωφελήτης
χοῦς
χοῦς2
χόω
χραίνω
χραισμέω
χραίσμη
χραισμήεις
χραισμήϊον
χραισμήτωρ
View word page
χορωνός
crown
ShortDef
crown
Debugging
Headword:
χορωνός
Headword (normalized):
χορωνός
Headword (normalized/stripped):
χορωνος
IDX:
96986
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96987
Key:
Data
{'content': 'crown'}