Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χορτοκοπία
χορτοκοπικός
χορτοκόπιον
χορτοκόπος
χορτολογέω
χορτολογία
χορτολόγος
χορτομανέω
χορτονομή
χορτοπαραλήμπτης
χορτοπάτητος
χορτόπλινθον
χορτοπράτης
χόρτος
χορτόσπερμον
χορτοσπορέω
χορτοσπορία
χορτοστασία
χορτόστρωμα
χορτότηλις
χορτοτομία
View word page
χορτοπάτητος
threshed straw

ShortDef

threshed straw

Debugging

Headword:
χορτοπάτητος
Headword (normalized):
χορτοπάτητος
Headword (normalized/stripped):
χορτοπατητος
IDX:
96967
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96968
Key:

Data

{'content': 'threshed straw'}