Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χορτοθήκη
χορτοκοπή
χορτοκοπία
χορτοκοπικός
χορτοκόπιον
χορτοκόπος
χορτολογέω
χορτολογία
χορτολόγος
χορτομανέω
χορτονομή
χορτοπαραλήμπτης
χορτοπάτητος
χορτόπλινθον
χορτοπράτης
χόρτος
χορτόσπερμον
χορτοσπορέω
χορτοσπορία
χορτοστασία
χορτόστρωμα
View word page
χορτονομή
green crops grown for fodder
ShortDef
green crops grown for fodder
Debugging
Headword:
χορτονομή
Headword (normalized):
χορτονομή
Headword (normalized/stripped):
χορτονομη
IDX:
96965
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96966
Key:
Data
{'content': 'green crops grown for fodder'}