Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χοροβατέω
χοροδιδασκαλία
χοροδιδασκαλικός
χοροδιδάσκαλος
χοροήθης
χοροιθαλής
χοροιμανία
χοροιτυπέω
χοροιτυπία
χοροιτυπίη
χοροιτύπος
χοροίτυπος
χοροκιθαρεύς
χοροκιθαρίζω
χοροκτόνος
χορολέκτης
χορομανής
χορόνδε
χορόνικος
χοροπαίγμων
χοροπαίκτης
View word page
χοροιτύπος
beating the ground in the dance, dancing

ShortDef

beating the ground in the dance, dancing

Debugging

Headword:
χοροιτύπος
Headword (normalized):
χοροιτύπος
Headword (normalized/stripped):
χοροιτυπος
IDX:
96916
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96917
Key:

Data

{'content': 'beating the ground in the dance, dancing'}