Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χοριοειδής
χόριον
χορῖτις
χοροβατέω
χοροδιδασκαλία
χοροδιδασκαλικός
χοροδιδάσκαλος
χοροήθης
χοροιθαλής
χοροιμανία
χοροιτυπέω
χοροιτυπία
χοροιτυπίη
χοροιτύπος
χοροίτυπος
χοροκιθαρεύς
χοροκιθαρίζω
χοροκτόνος
χορολέκτης
χορομανής
χορόνδε
View word page
χοροιτυπέω
beat the ground in the dance

ShortDef

beat the ground in the dance

Debugging

Headword:
χοροιτυπέω
Headword (normalized):
χοροιτυπέω
Headword (normalized/stripped):
χοροιτυπεω
IDX:
96913
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96914
Key:

Data

{'content': 'beat the ground in the dance'}