Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χόννος
χοοπλάστης
χοοποίησις
χοοπότης
χοότης
χοοφορέω
χοοφορία
χοραυλέω
χοραύλης
χορδά
χορδαψός
χόρδευμα
χορδεύω
χορδή
χορδολογέω
χορδοποιός
χορδοπώλης
χορδοστροφία
χορδοστρόφος
χορδοτόνον
χορεία
View word page
χορδαψός
a disease in the great guts

ShortDef

a disease in the great guts

Debugging

Headword:
χορδαψός
Headword (normalized):
χορδαψός
Headword (normalized/stripped):
χορδαψος
IDX:
96870
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96871
Key:

Data

{'content': 'a disease in the great guts'}