Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χονδρός
χονδροσύνδεσμος
χονδρότυπος
χονδροφυής
χονδρώδης
χόννος
χοοπλάστης
χοοποίησις
χοοπότης
χοότης
χοοφορέω
χοοφορία
χοραυλέω
χοραύλης
χορδά
χορδαψός
χόρδευμα
χορδεύω
χορδή
χορδολογέω
χορδοποιός
View word page
χοοφορέω
carry earth
ShortDef
carry earth
Debugging
Headword:
χοοφορέω
Headword (normalized):
χοοφορέω
Headword (normalized/stripped):
χοοφορεω
IDX:
96865
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96866
Key:
Data
{'content': 'carry earth'}