Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χονδροπτισάνη
χόνδρος
χονδρός
χονδροσύνδεσμος
χονδρότυπος
χονδροφυής
χονδρώδης
χόννος
χοοπλάστης
χοοποίησις
χοοπότης
χοότης
χοοφορέω
χοοφορία
χοραυλέω
χοραύλης
χορδά
χορδαψός
χόρδευμα
χορδεύω
χορδή
View word page
χοοπότης
one who drinks whole

ShortDef

one who drinks whole

Debugging

Headword:
χοοπότης
Headword (normalized):
χοοπότης
Headword (normalized/stripped):
χοοποτης
IDX:
96863
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96864
Key:

Data

{'content': 'one who drinks whole'}