Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χονδροβολία
χονδροκοπεῖον
χονδρονευρώδης
χονδροποιητικός
χονδροπτισάνη
χόνδρος
χονδρός
χονδροσύνδεσμος
χονδρότυπος
χονδροφυής
χονδρώδης
χόννος
χοοπλάστης
χοοποίησις
χοοπότης
χοότης
χοοφορέω
χοοφορία
χοραυλέω
χοραύλης
χορδά
View word page
χονδρώδης
like groats, granular

ShortDef

like groats, granular

Debugging

Headword:
χονδρώδης
Headword (normalized):
χονδρώδης
Headword (normalized/stripped):
χονδρωδης
IDX:
96859
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96860
Key:

Data

{'content': 'like groats, granular'}