Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χονδρίτης
χονδροβολία
χονδροκοπεῖον
χονδρονευρώδης
χονδροποιητικός
χονδροπτισάνη
χόνδρος
χονδρός
χονδροσύνδεσμος
χονδρότυπος
χονδροφυής
χονδρώδης
χόννος
χοοπλάστης
χοοποίησις
χοοπότης
χοότης
χοοφορέω
χοοφορία
χοραυλέω
χοραύλης
View word page
χονδροφυής
cartilaginous

ShortDef

cartilaginous

Debugging

Headword:
χονδροφυής
Headword (normalized):
χονδροφυής
Headword (normalized/stripped):
χονδροφυης
IDX:
96858
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96859
Key:

Data

{'content': 'cartilaginous'}