Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χονδρίλη
χονδρίον
χονδρίτης
χονδροβολία
χονδροκοπεῖον
χονδρονευρώδης
χονδροποιητικός
χονδροπτισάνη
χόνδρος
χονδρός
χονδροσύνδεσμος
χονδρότυπος
χονδροφυής
χονδρώδης
χόννος
χοοπλάστης
χοοποίησις
χοοπότης
χοότης
χοοφορέω
χοοφορία
View word page
χονδροσύνδεσμος
cartilaginous connexion

ShortDef

cartilaginous connexion

Debugging

Headword:
χονδροσύνδεσμος
Headword (normalized):
χονδροσύνδεσμος
Headword (normalized/stripped):
χονδροσυνδεσμος
IDX:
96856
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96857
Key:

Data

{'content': 'cartilaginous connexion'}