Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χονδριάω
χονδρίλη
χονδρίον
χονδρίτης
χονδροβολία
χονδροκοπεῖον
χονδρονευρώδης
χονδροποιητικός
χονδροπτισάνη
χόνδρος
χονδρός
χονδροσύνδεσμος
χονδρότυπος
χονδροφυής
χονδρώδης
χόννος
χοοπλάστης
χοοποίησις
χοοπότης
χοότης
χοοφορέω
View word page
χονδρός
granular, coarse

ShortDef

granular, coarse

Debugging

Headword:
χονδρός
Headword (normalized):
χονδρός
Headword (normalized/stripped):
χονδρος
IDX:
96855
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96856
Key:

Data

{'content': 'granular, coarse'}