Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χονδρεύω
χονδριάω
χονδρίλη
χονδρίον
χονδρίτης
χονδροβολία
χονδροκοπεῖον
χονδρονευρώδης
χονδροποιητικός
χονδροπτισάνη
χόνδρος
χονδρός
χονδροσύνδεσμος
χονδρότυπος
χονδροφυής
χονδρώδης
χόννος
χοοπλάστης
χοοποίησις
χοοπότης
χοότης
View word page
χόνδρος
a grain; cartilage, gristle
ShortDef
a grain; cartilage, gristle
Debugging
Headword:
χόνδρος
Headword (normalized):
χόνδρος
Headword (normalized/stripped):
χονδρος
IDX:
96854
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96855
Key:
Data
{'content': 'a grain; cartilage, gristle'}