Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χονδράκανθος
χονδρεύω
χονδριάω
χονδρίλη
χονδρίον
χονδρίτης
χονδροβολία
χονδροκοπεῖον
χονδρονευρώδης
χονδροποιητικός
χονδροπτισάνη
χόνδρος
χονδρός
χονδροσύνδεσμος
χονδρότυπος
χονδροφυής
χονδρώδης
χόννος
χοοπλάστης
χοοποίησις
χοοπότης
View word page
χονδροπτισάνη
gruel of groats

ShortDef

gruel of groats

Debugging

Headword:
χονδροπτισάνη
Headword (normalized):
χονδροπτισάνη
Headword (normalized/stripped):
χονδροπτισανη
IDX:
96853
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96854
Key:

Data

{'content': 'gruel of groats'}