Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χολωτός
χονδράκανθος
χονδρεύω
χονδριάω
χονδρίλη
χονδρίον
χονδρίτης
χονδροβολία
χονδροκοπεῖον
χονδρονευρώδης
χονδροποιητικός
χονδροπτισάνη
χόνδρος
χονδρός
χονδροσύνδεσμος
χονδρότυπος
χονδροφυής
χονδρώδης
χόννος
χοοπλάστης
χοοποίησις
View word page
χονδροποιητικός
of making cartilage

ShortDef

of making cartilage

Debugging

Headword:
χονδροποιητικός
Headword (normalized):
χονδροποιητικός
Headword (normalized/stripped):
χονδροποιητικος
IDX:
96852
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96853
Key:

Data

{'content': 'of making cartilage'}