Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χολόω
χολώδης
χολωτός
χονδράκανθος
χονδρεύω
χονδριάω
χονδρίλη
χονδρίον
χονδρίτης
χονδροβολία
χονδροκοπεῖον
χονδρονευρώδης
χονδροποιητικός
χονδροπτισάνη
χόνδρος
χονδρός
χονδροσύνδεσμος
χονδρότυπος
χονδροφυής
χονδρώδης
χόννος
View word page
χονδροκοπεῖον
mill for making groats

ShortDef

mill for making groats

Debugging

Headword:
χονδροκοπεῖον
Headword (normalized):
χονδροκοπεῖον
Headword (normalized/stripped):
χονδροκοπειον
IDX:
96850
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96851
Key:

Data

{'content': 'mill for making groats'}