Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χόλος
χολόω
χολώδης
χολωτός
χονδράκανθος
χονδρεύω
χονδριάω
χονδρίλη
χονδρίον
χονδρίτης
χονδροβολία
χονδροκοπεῖον
χονδρονευρώδης
χονδροποιητικός
χονδροπτισάνη
χόνδρος
χονδρός
χονδροσύνδεσμος
χονδρότυπος
χονδροφυής
χονδρώδης
View word page
χονδροβολία
tessellated work

ShortDef

tessellated work

Debugging

Headword:
χονδροβολία
Headword (normalized):
χονδροβολία
Headword (normalized/stripped):
χονδροβολια
IDX:
96849
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96850
Key:

Data

{'content': 'tessellated work'}