Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χολοποιός
χόλος
χολόω
χολώδης
χολωτός
χονδράκανθος
χονδρεύω
χονδριάω
χονδρίλη
χονδρίον
χονδρίτης
χονδροβολία
χονδροκοπεῖον
χονδρονευρώδης
χονδροποιητικός
χονδροπτισάνη
χόνδρος
χονδρός
χονδροσύνδεσμος
χονδρότυπος
χονδροφυής
View word page
χονδρίτης
made of groats

ShortDef

made of groats

Debugging

Headword:
χονδρίτης
Headword (normalized):
χονδρίτης
Headword (normalized/stripped):
χονδριτης
IDX:
96848
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96849
Key:

Data

{'content': 'made of groats'}