Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χολόεις
χολοιβόρος
χολοποιός
χόλος
χολόω
χολώδης
χολωτός
χονδράκανθος
χονδρεύω
χονδριάω
χονδρίλη
χονδρίον
χονδρίτης
χονδροβολία
χονδροκοπεῖον
χονδρονευρώδης
χονδροποιητικός
χονδροπτισάνη
χόνδρος
χονδρός
χονδροσύνδεσμος
View word page
χονδρίλη
gum succory, Chondrilla juncea
ShortDef
gum succory, Chondrilla juncea
Debugging
Headword:
χονδρίλη
Headword (normalized):
χονδρίλη
Headword (normalized/stripped):
χονδριλη
IDX:
96846
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96847
Key:
Data
{'content': 'gum succory, Chondrilla juncea'}