Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χολοβάφινος
χολοδεκτικός
χολόεις
χολοιβόρος
χολοποιός
χόλος
χολόω
χολώδης
χολωτός
χονδράκανθος
χονδρεύω
χονδριάω
χονδρίλη
χονδρίον
χονδρίτης
χονδροβολία
χονδροκοπεῖον
χονδρονευρώδης
χονδροποιητικός
χονδροπτισάνη
χόνδρος
View word page
χονδρεύω
make groats
ShortDef
make groats
Debugging
Headword:
χονδρεύω
Headword (normalized):
χονδρεύω
Headword (normalized/stripped):
χονδρευω
IDX:
96844
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96845
Key:
Data
{'content': 'make groats'}