Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χόλιος
Χολλείδης
χολοβάφινος
χολοδεκτικός
χολόεις
χολοιβόρος
χολοποιός
χόλος
χολόω
χολώδης
χολωτός
χονδράκανθος
χονδρεύω
χονδριάω
χονδρίλη
χονδρίον
χονδρίτης
χονδροβολία
χονδροκοπεῖον
χονδρονευρώδης
χονδροποιητικός
View word page
χολωτός
angry, wrathful

ShortDef

angry, wrathful

Debugging

Headword:
χολωτός
Headword (normalized):
χολωτός
Headword (normalized/stripped):
χολωτος
IDX:
96842
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96843
Key:

Data

{'content': 'angry, wrathful'}