Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χολικός
χόλιξ
χόλιος
Χολλείδης
χολοβάφινος
χολοδεκτικός
χολόεις
χολοιβόρος
χολοποιός
χόλος
χολόω
χολώδης
χολωτός
χονδράκανθος
χονδρεύω
χονδριάω
χονδρίλη
χονδρίον
χονδρίτης
χονδροβολία
χονδροκοπεῖον
View word page
χολόω
to make angry, provoke, anger

ShortDef

to make angry, provoke, anger

Debugging

Headword:
χολόω
Headword (normalized):
χολόω
Headword (normalized/stripped):
χολοω
IDX:
96840
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96841
Key:

Data

{'content': 'to make angry, provoke, anger'}