Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χολημετέω
χολικός
χόλιξ
χόλιος
Χολλείδης
χολοβάφινος
χολοδεκτικός
χολόεις
χολοιβόρος
χολοποιός
χόλος
χολόω
χολώδης
χολωτός
χονδράκανθος
χονδρεύω
χονδριάω
χονδρίλη
χονδρίον
χονδρίτης
χονδροβολία
View word page
χόλος
gall, bile

ShortDef

gall, bile

Debugging

Headword:
χόλος
Headword (normalized):
χόλος
Headword (normalized/stripped):
χολος
IDX:
96839
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96840
Key:

Data

{'content': 'gall, bile'}