Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χοληγός
χοληδόχος
χολημεσία
χολημετέω
χολικός
χόλιξ
χόλιος
Χολλείδης
χολοβάφινος
χολοδεκτικός
χολόεις
χολοιβόρος
χολοποιός
χόλος
χολόω
χολώδης
χολωτός
χονδράκανθος
χονδρεύω
χονδριάω
χονδρίλη
View word page
χολόεις
of bile

ShortDef

of bile

Debugging

Headword:
χολόεις
Headword (normalized):
χολόεις
Headword (normalized/stripped):
χολοεις
IDX:
96836
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96837
Key:

Data

{'content': 'of bile'}