Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χολή
χολήβαφος
χοληγός
χοληδόχος
χολημεσία
χολημετέω
χολικός
χόλιξ
χόλιος
Χολλείδης
χολοβάφινος
χολοδεκτικός
χολόεις
χολοιβόρος
χολοποιός
χόλος
χολόω
χολώδης
χολωτός
χονδράκανθος
χονδρεύω
View word page
χολοβάφινος
dyed bile-colour, yellow-coloured
ShortDef
dyed bile-colour, yellow-coloured
Debugging
Headword:
χολοβάφινος
Headword (normalized):
χολοβάφινος
Headword (normalized/stripped):
χολοβαφινος
IDX:
96834
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96835
Key:
Data
{'content': 'dyed bile-colour, yellow-coloured'}