Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χολεριάω
χολερικός
χολερώδης
χολή
χολήβαφος
χοληγός
χοληδόχος
χολημεσία
χολημετέω
χολικός
χόλιξ
χόλιος
Χολλείδης
χολοβάφινος
χολοδεκτικός
χολόεις
χολοιβόρος
χολοποιός
χόλος
χολόω
χολώδης
View word page
χόλιξ
the guts
ShortDef
the guts
Debugging
Headword:
χόλιξ
Headword (normalized):
χόλιξ
Headword (normalized/stripped):
χολιξ
IDX:
96831
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96832
Key:
Data
{'content': 'the guts'}