Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χολέδρα
χολέρα
χολεριάω
χολερικός
χολερώδης
χολή
χολήβαφος
χοληγός
χοληδόχος
χολημεσία
χολημετέω
χολικός
χόλιξ
χόλιος
Χολλείδης
χολοβάφινος
χολοδεκτικός
χολόεις
χολοιβόρος
χολοποιός
χόλος
View word page
χολημετέω
vomit bile

ShortDef

vomit bile

Debugging

Headword:
χολημετέω
Headword (normalized):
χολημετέω
Headword (normalized/stripped):
χολημετεω
IDX:
96829
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96830
Key:

Data

{'content': 'vomit bile'}