Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀξιομίμητος
ἀξιομισής
ἀξιομνημόνευτος
ἀξιόμορφος
ἀξιόνικος
ἀξιοπενθής
ἀξιοπιστεύομαι
ἀξιοπιστία
ἀξιόπιστος
ἀξιόποινος
ἀξιοπρεπής
ἀξιοπροστάτευτος
ἀξιόρατος
Ἀξιός
ἄξιος
ἀξιοσέβαστος
ἀξιόσκεπτος
ἀξιοσπούδαστος
ἀξιοστράτηγος
ἀξιόσυλος
ἀξιοτέκμαρτος
View word page
ἀξιοπρεπής
becoming, goodly

ShortDef

becoming, goodly

Debugging

Headword:
ἀξιοπρεπής
Headword (normalized):
ἀξιοπρεπής
Headword (normalized/stripped):
αξιοπρεπης
IDX:
9682
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9683
Key:

Data

{'content': 'becoming, goodly'}