Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Χολαργεύς
χολάς
χολάω
χολέδρα
χολέρα
χολεριάω
χολερικός
χολερώδης
χολή
χολήβαφος
χοληγός
χοληδόχος
χολημεσία
χολημετέω
χολικός
χόλιξ
χόλιος
Χολλείδης
χολοβάφινος
χολοδεκτικός
χολόεις
View word page
χοληγός
carrying off bile

ShortDef

carrying off bile

Debugging

Headword:
χοληγός
Headword (normalized):
χοληγός
Headword (normalized/stripped):
χοληγος
IDX:
96826
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96827
Key:

Data

{'content': 'carrying off bile'}