Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χολαῖος
Χολαργεύς
χολάς
χολάω
χολέδρα
χολέρα
χολεριάω
χολερικός
χολερώδης
χολή
χολήβαφος
χοληγός
χοληδόχος
χολημεσία
χολημετέω
χολικός
χόλιξ
χόλιος
Χολλείδης
χολοβάφινος
χολοδεκτικός
View word page
χολήβαφος
bile-coloured

ShortDef

bile-coloured

Debugging

Headword:
χολήβαφος
Headword (normalized):
χολήβαφος
Headword (normalized/stripped):
χοληβαφος
IDX:
96825
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96826
Key:

Data

{'content': 'bile-coloured'}