Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χολαγωγός
χολαῖος
Χολαργεύς
χολάς
χολάω
χολέδρα
χολέρα
χολεριάω
χολερικός
χολερώδης
χολή
χολήβαφος
χοληγός
χοληδόχος
χολημεσία
χολημετέω
χολικός
χόλιξ
χόλιος
Χολλείδης
χολοβάφινος
View word page
χολή
gall, bile

ShortDef

gall, bile

Debugging

Headword:
χολή
Headword (normalized):
χολή
Headword (normalized/stripped):
χολη
IDX:
96824
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96825
Key:

Data

{'content': 'gall, bile'}