Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χοιρωδία
χολαγωγός
χολαῖος
Χολαργεύς
χολάς
χολάω
χολέδρα
χολέρα
χολεριάω
χολερικός
χολερώδης
χολή
χολήβαφος
χοληγός
χοληδόχος
χολημεσία
χολημετέω
χολικός
χόλιξ
χόλιος
Χολλείδης
View word page
χολερώδης
of the nature of cholera

ShortDef

of the nature of cholera

Debugging

Headword:
χολερώδης
Headword (normalized):
χολερώδης
Headword (normalized/stripped):
χολερωδης
IDX:
96823
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96824
Key:

Data

{'content': 'of the nature of cholera'}