Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χοιρώδης
χοιρωδία
χολαγωγός
χολαῖος
Χολαργεύς
χολάς
χολάω
χολέδρα
χολέρα
χολεριάω
χολερικός
χολερώδης
χολή
χολήβαφος
χοληγός
χοληδόχος
χολημεσία
χολημετέω
χολικός
χόλιξ
χόλιος
View word page
χολερικός
of or like cholera, suffering from cholera
ShortDef
of or like cholera, suffering from cholera
Debugging
Headword:
χολερικός
Headword (normalized):
χολερικός
Headword (normalized/stripped):
χολερικος
IDX:
96822
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96823
Key:
Data
{'content': 'of or like cholera, suffering from cholera'}