Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χοιροφόρημα
χοιρώδης
χοιρωδία
χολαγωγός
χολαῖος
Χολαργεύς
χολάς
χολάω
χολέδρα
χολέρα
χολεριάω
χολερικός
χολερώδης
χολή
χολήβαφος
χοληγός
χοληδόχος
χολημεσία
χολημετέω
χολικός
χόλιξ
View word page
χολεριάω
suffer from cholera

ShortDef

suffer from cholera

Debugging

Headword:
χολεριάω
Headword (normalized):
χολεριάω
Headword (normalized/stripped):
χολεριαω
IDX:
96821
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96822
Key:

Data

{'content': 'suffer from cholera'}