Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χοιροτροφεῖον
χοιροφορέω
χοιροφόρημα
χοιρώδης
χοιρωδία
χολαγωγός
χολαῖος
Χολαργεύς
χολάς
χολάω
χολέδρα
χολέρα
χολεριάω
χολερικός
χολερώδης
χολή
χολήβαφος
χοληγός
χοληδόχος
χολημεσία
χολημετέω
View word page
χολέδρα
groove

ShortDef

groove

Debugging

Headword:
χολέδρα
Headword (normalized):
χολέδρα
Headword (normalized/stripped):
χολεδρα
IDX:
96819
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96820
Key:

Data

{'content': 'groove'}