Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χοιροσφάγος
χοιροτροφεῖον
χοιροφορέω
χοιροφόρημα
χοιρώδης
χοιρωδία
χολαγωγός
χολαῖος
Χολαργεύς
χολάς
χολάω
χολέδρα
χολέρα
χολεριάω
χολερικός
χολερώδης
χολή
χολήβαφος
χοληγός
χοληδόχος
χολημεσία
View word page
χολάω
to be full of black bile, to be melancholy mad
ShortDef
to be full of black bile, to be melancholy mad
Debugging
Headword:
χολάω
Headword (normalized):
χολάω
Headword (normalized/stripped):
χολαω
IDX:
96818
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96819
Key:
Data
{'content': 'to be full of black bile, to be melancholy mad'}