Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χοιροσφαγία
χοιροσφάγος
χοιροτροφεῖον
χοιροφορέω
χοιροφόρημα
χοιρώδης
χοιρωδία
χολαγωγός
χολαῖος
Χολαργεύς
χολάς
χολάω
χολέδρα
χολέρα
χολεριάω
χολερικός
χολερώδης
χολή
χολήβαφος
χοληγός
χοληδόχος
View word page
χολάς
the bowels, intestines, guts
ShortDef
the bowels, intestines, guts
Debugging
Headword:
χολάς
Headword (normalized):
χολάς
Headword (normalized/stripped):
χολας
IDX:
96817
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96818
Key:
Data
{'content': 'the bowels, intestines, guts'}