Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χοιροσφαγεῖον
χοιροσφαγία
χοιροσφάγος
χοιροτροφεῖον
χοιροφορέω
χοιροφόρημα
χοιρώδης
χοιρωδία
χολαγωγός
χολαῖος
Χολαργεύς
χολάς
χολάω
χολέδρα
χολέρα
χολεριάω
χολερικός
χολερώδης
χολή
χολήβαφος
χοληγός
View word page
Χολαργεύς
a man of the deme Cholargos
ShortDef
a man of the deme Cholargos
Debugging
Headword:
Χολαργεύς
Headword (normalized):
χολαργεύς
Headword (normalized/stripped):
χολαργευς
IDX:
96816
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96817
Key:
Data
{'content': 'a man of the deme Cholargos'}