Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χοιροπώλης
χοῖρος
χοιροσφαγεῖον
χοιροσφαγία
χοιροσφάγος
χοιροτροφεῖον
χοιροφορέω
χοιροφόρημα
χοιρώδης
χοιρωδία
χολαγωγός
χολαῖος
Χολαργεύς
χολάς
χολάω
χολέδρα
χολέρα
χολεριάω
χολερικός
χολερώδης
χολή
View word page
χολαγωγός
carrying off bile

ShortDef

carrying off bile

Debugging

Headword:
χολαγωγός
Headword (normalized):
χολαγωγός
Headword (normalized/stripped):
χολαγωγος
IDX:
96814
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96815
Key:

Data

{'content': 'carrying off bile'}