Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χοιροπωλέω
χοιροπώλης
χοῖρος
χοιροσφαγεῖον
χοιροσφαγία
χοιροσφάγος
χοιροτροφεῖον
χοιροφορέω
χοιροφόρημα
χοιρώδης
χοιρωδία
χολαγωγός
χολαῖος
Χολαργεύς
χολάς
χολάω
χολέδρα
χολέρα
χολεριάω
χολερικός
χολερώδης
View word page
χοιρωδία
swinishness
ShortDef
swinishness
Debugging
Headword:
χοιρωδία
Headword (normalized):
χοιρωδία
Headword (normalized/stripped):
χοιρωδια
IDX:
96813
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96814
Key:
Data
{'content': 'swinishness'}