Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χοιροπίθηκος
χοιροπωλέω
χοιροπώλης
χοῖρος
χοιροσφαγεῖον
χοιροσφαγία
χοιροσφάγος
χοιροτροφεῖον
χοιροφορέω
χοιροφόρημα
χοιρώδης
χοιρωδία
χολαγωγός
χολαῖος
Χολαργεύς
χολάς
χολάω
χολέδρα
χολέρα
χολεριάω
χολερικός
View word page
χοιρώδης
swinish

ShortDef

swinish

Debugging

Headword:
χοιρώδης
Headword (normalized):
χοιρώδης
Headword (normalized/stripped):
χοιρωδης
IDX:
96812
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96813
Key:

Data

{'content': 'swinish'}