Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χοιροκτόνος
χοιρομάγειρος
χοιροπίθηκος
χοιροπωλέω
χοιροπώλης
χοῖρος
χοιροσφαγεῖον
χοιροσφαγία
χοιροσφάγος
χοιροτροφεῖον
χοιροφορέω
χοιροφόρημα
χοιρώδης
χοιρωδία
χολαγωγός
χολαῖος
Χολαργεύς
χολάς
χολάω
χολέδρα
χολέρα
View word page
χοιροφορέω
carry a young pig

ShortDef

carry a young pig

Debugging

Headword:
χοιροφορέω
Headword (normalized):
χοιροφορέω
Headword (normalized/stripped):
χοιροφορεω
IDX:
96810
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96811
Key:

Data

{'content': 'carry a young pig'}