Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

χοιρογρύλλιος
χοιροδέλφαξ
χοιρόθλιψ
χοιροκομεῖον
χοιροκτονεῖον
χοιροκτόνος
χοιρομάγειρος
χοιροπίθηκος
χοιροπωλέω
χοιροπώλης
χοῖρος
χοιροσφαγεῖον
χοιροσφαγία
χοιροσφάγος
χοιροτροφεῖον
χοιροφορέω
χοιροφόρημα
χοιρώδης
χοιρωδία
χολαγωγός
χολαῖος
View word page
χοῖρος
a young pig, porker

ShortDef

a young pig, porker

Debugging

Headword:
χοῖρος
Headword (normalized):
χοῖρος
Headword (normalized/stripped):
χοιρος
IDX:
96805
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96806
Key:

Data

{'content': 'a young pig, porker'}