Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
χοιροβοσκός
χοιρογρύλλιος
χοιροδέλφαξ
χοιρόθλιψ
χοιροκομεῖον
χοιροκτονεῖον
χοιροκτόνος
χοιρομάγειρος
χοιροπίθηκος
χοιροπωλέω
χοιροπώλης
χοῖρος
χοιροσφαγεῖον
χοιροσφαγία
χοιροσφάγος
χοιροτροφεῖον
χοιροφορέω
χοιροφόρημα
χοιρώδης
χοιρωδία
χολαγωγός
View word page
χοιροπώλης
a pig-jobber
ShortDef
a pig-jobber
Debugging
Headword:
χοιροπώλης
Headword (normalized):
χοιροπώλης
Headword (normalized/stripped):
χοιροπωλης
IDX:
96804
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-96805
Key:
Data
{'content': 'a pig-jobber'}